Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις


Όταν ένας ομιλητής μεταφέρει μια ευθεία ερώτηση σε κάποιον άλλο, τότε λέγεται πλάγια ερώτηση ή πλάγια ερωτηματική πρόταση.
Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις είναι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις και:

εξαρτώνται
από ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία, αμφιβολία, γνώση, αίσθηση κ.λπ., π.χ. ρωτώ, εξετάζω, απορώ, θαυμάζω, αμφιβάλλω, λέω, εξηγώ, σκέφτομαι, δείχνω, θυμάμαι, γράφω, βλέπω, κοιτάζω, μαθαίνω, πληροφορούμαι, ακούω, υποθέτω, μαντεύω, καταλαβαίνω, υπολογίζω, προσπαθώ, πασχίζω κ.ά.
χρησιμοποιούνται:

α. ως αντικείμενο, π.χ.
Ρώτησε τι ώρα είναι.
Υπολόγισε πόσο κάνουν όλα αυτά.
Δεν ξέρω τι να πω.

β. ως υποκείμενο, π.χ.
            Είναι απίστευτο πόσο με ταλαιπωρείς.
            Είναι ανεξήγητο πώς δουλεύει αυτή η μηχανή.
            Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι.

γ. ως επεξήγηση ουσιαστικών με συγγενική σημασία με παραπάνω ρήματα, δεικτικών και αόριστων αντωνυμιών, π.χ.
            Στην ερώτηση μου, αν θα έρθει μαζί μας, δεν απάντησε.
            Αυτό δεν καταλαβαίνω, πού γυρνάει τέτοια ώρα.
            Κάτι σκέφτηκα, μήπως τα κάνει όλα αυτά επίτηδες.

διακρίνονται
σε πλάγιες ερωτηματικές ολικής άγνοιας και μερικής άγνοιας, ανάλογα με την απάντηση που επιδέχονται. (Δες θεωρία παραπάνω.)

Για να βρούμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες κατατάσσονται, μετατρέπουμε την πλάγια ερώτηση σε ευθεία, π.χ.
Πλάγια ερώτηση: «Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι»
Μετατροπή σε ευθεία: «Έφαγε μισό πορτοκάλι;»
Η απάντηση που θα δώσουμε είναι ή "ναι" ή "όχι"
Απαντήσαμε με ναι ή όχι, άρα είναι ολικής άγνοιας.)

Πλάγια ερώτηση: «Με ρώτησε τι ώρα είναι.»
Μετατροπή σε ευθεία: «Τι ώρα είναι;»
Η απάντηση που θα δώσουμε θα είναι περίπου έτσι: "Η ώρα είναι 10.00".
Δεν απαντήσαμε με ναι ή όχι, άρα είναι μερικής άγνοιας.

εισάγονται:

α. όταν είναι ολικής άγνοιας με το ερωτηματικό μόριο αν ή το μη, μήπως, μην τυχόν
·             Είναι ζήτημα αν έφαγε μισό πορτοκάλι.
·             Ρώτα τον περιπτερά μήπως ξέρει την οδό Αριστοτέλους.

β. όταν είναι μερικής άγνοιας με τις ερωτηματικές αντωνυμίες τι, ποιος, πόσος ή τα ερωτηματικά επιρρήματα πού, πότε, πώς, πόσο, άραγε, τάχα κ.λπ. ή το σύνδεσμο γιατί.
·             Με ρώτησε τι ώρα είναι.
·             Ο αστυνομικός κατάλαβε ποιος ήταν ο ένοχος.
·             Πρέπει να μου πεις πού θα πάτε.

ερωτηματικές προτάσεις


Ποιες προτάσεις λέγονται ερωτηματικές; Ποια είναι η χρήση τους;

Ερωτηματικές είναι οι προτάσεις που τις χρησιμοποιούμε για να ζητήσουμε μια πληροφορία.
Παραδείγματα:
·             Πώς σε λένε;
·             Τι ώρα είναι;
·             Θα έρθεις στο σπίτι μου;

Άλλες χρήσεις των ερωτηματικών προτάσεων

Πέρα όμως από αυτή τη χρήση τους, με τις ερωτηματικές προτάσεις μπορούμε να επιτύχουμε κι άλλα αποτελέσματα.
1ον. Να εκφράσουμε προσταγή ή παράκληση. Ας το δούμε αναλυτικότερα:  
1.1. Αντί, λοιπόν, να πούμε «Μπείτε στην τάξη», μπορούμε να πούμε «Θα μπείτε στην τάξη;», αντί του «Δώσε μου το μολύβι σου», «Μου δίνεις το μολύβι σου;». Δηλαδή, τις χρησιμοποιούμε για να δώσουμε μια προσταγή.

1.2. Μπορούμε όμως να τις χρησιμοποιήσουμε και για να εκφράσουμε μια παράκληση, αντί να πούμε "Δώσε μου το μολύβι σου" μπορούμε να πούμε «Θα μπορούσες να μου δώσεις το μολύβι σου;»

2ο. Μπορούμε να προτείνουμε κάτι, π.χ. «πάμε να φάμε;»

3ο. Μπορούμε να αποδεχτούμε προτάσεις, π.χ. «γιατί όχι;»

4ο. Να τις χρησιμοποιήσουμε στη θέση των επιφωνηματικών, δηλαδή,
4.1. να εκφράσουμε απορία, θαυμασμό. Έτσι, αντί να πούμε «Σήμερα περάσαμε υπέροχα!» μπορούμε να πούμε «Τι ήταν αυτό που περάσαμε σήμερα;»

4.2. να εκφράσουμε επίκριση, αγανάκτηση, π.χ. «Πόσο ακόμη θα σε περιμένω;» αντί του «Κουράστηκα να σε περιμένω!»

4.3. να εκφράσουμε δυσφορία, π.χ. «Δεν ντράπηκες να συμπεριφερθείς με τέτοιο τρόπο;» αντί του «Ντροπή σου!»

4.4. να εκφράσουμε θερμό πόθο για κάτι που αφορά το παρελθόν, π.χ. «Πιστεύεις δε μετάνιωσα που πήγα;», αντί του «Πόσο μετάνιωσα που δεν πήγα!»
5ο. Μπορούμε ακόμη να τις χρησιμοποιήσουμε στη θέση των αποφαντικών, δηλαδή,
5.1. να δώσουμε μια πληροφορία με άλλα λόγια, με την εντελώς αντίθετη λειτουργία. Αντί να πούμε «Θέλω το καλό σου», σε ειδικές περιπτώσεις λέμε: «Νομίζεις δε θέλω το καλό σου;»

5.2. να εκφράσουμε έντονη διαβεβαίωση, π.χ. «Δε σου είπα ότι έτσι θα συμπεριφερθεί;» αντί του «Ήμουν σίγουρος πως θα συμπεριφερόταν έτσι.»
6ο. Τέλος, να εκφράσουμε μια υπόθεση, π.χ. «Πώς να μη γελάσω με τόσα τρελά που λέει συνέχεια;»

Ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις
• Όταν μια ερώτηση την απευθύνουμε άμεσα στο συνομιλητή μας, τότε λέγεται ευθεία ερώτηση.
Εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες, (τι, ποιος, –α, –ο, πόσος, –η, –ο) ή με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πότε, πώς, πόσο, μη, μήπως, άραγε, τάχα κ.λπ.), π.χ.
Τι ώρα είναι;
Πώς σε λένε;
Ποιος κέρδισε τον αγώνα;
Πού πας; 

Στο τέλος της ευθείας ερώτησης βάζουμε ερωτηματικό (;)

• Όταν ένας ομιλητής μεταφέρει μια ερώτηση σε κάποιον άλλο, τότε λέγεται πλάγια ερώτηση, π.χ.
Με ρώτησε τι ώρα είναι.
Ζήτησε να του πω πώς με λένε.
Ήθελε να μάθει ποιος κέρδισε τον αγώνα.
Ρώτησε πού πάω.
Στο τέλος της πρότασης δε βάζουμε ερωτηματικό.

Οι ερωτηματικές προτάσεις ανάλογα με τη σκοπιμότητα του ομιλητή
Όταν κάνουμε μια ερώτηση και περιμένουμε απάντηση, τότε η ερώτηση αυτή είναι γνήσια ερώτηση, π.χ.
Πώς σε λένε;
Πολλές φορές όμως κάνουμε ερωτήσεις από τις οποίες δεν περιμένουμε απάντηση. Αυτές τις ερωτήσεις τις διακρίνουμε σε δύο υποκατηγορίες:
α. ρητορικές ερωτήσεις: είναι οι ερωτήσεις που τις κάνει ο ομιλητής, για να διατυπώσει με έμφαση κάτι. Δεν περιμένει να του απαντήσει ο συνομιλητής του και πολλές φορές απαντάει ο ίδιος, π.χ.
1) «Τι κι αν δε σ’ αρέσουν οι φακές;»

Ο ομιλητής μπορεί να αφήσει την ερώτηση αναπάντητη ή μπορεί να δώσει ο ίδιος τη συνέχεια, π.χ.
«θα τις φας και θα πεις κι ένα τραγούδι.»

2) Ρωτάει ο ομιλητής: «Τι είναι λοιπόν ο ρατσισμός;»
κι απαντάει ο ίδιος:
«Ρατσισμός είναι …»
β. ερωτήσεις προσταγής: είναι οι ερωτήσεις με τις οποίες ο ομιλητής διατυπώνει μια προσταγή ή μια παράκληση (δες θεωρία παραπάνω, περιπτώσεις 1.1 και 1.2), π.χ.
«Θα μπείτε στην τάξη;»

Ο ομιλητής δεν περιμένει να του απαντήσουν αν θα μπουν στην τάξη ή όχι, διατυπώνει την ερώτηση όχι για να τους ρωτήσει αν θα μπουν, αλλά για να του διατάξει, εννοώντας "μπείτε στην τάξη."

Οι ερωτηματικές προτάσεις ανάλογα με το είδος των απαντήσεων

Μπορούμε να διακρίνουμε τις ερωτηματικές προτάσεις σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το είδος των απαντήσεων που επιδέχονται:
α. ερωτήσεις ολικής άγνοιας ή ανοιχτές: είναι οι ερωτήσεις στις οποίες η απάντηση μπορεί να δοθεί με ΝΑΙ ή ΟΧΙ, π.χ.
«θα φας;»
«Νίκησε η ομάδα σου;»
β. ερωτήσεις μερικής άγνοιας ή κλειστές: είναι οι ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούμε να απαντήσουμε με ναι ή όχι, π.χ.
«τι θα φας;»
«με πόσο νίκησε η ομάδα σου;»
«πώς σε λένε;»
«τι είναι ο ρατσισμός;»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Μια ερώτηση, ευθεία ή πλάγια, που εκφράζει ολική ή μερική άγνοια μπορεί να είναι διμελής, δηλαδή να αποτελείται από δύο ερωτηματικές προτάσεις που συνδέονται με το διαχωριστικό σύνδεσμο ή, π.χ.
Θα έρθεις μαζί μας ή θα μείνεις στο σπίτι;
Με ρωτούσε επίμονα αν θα πάω μαζί τους ή θα μείνω στο σπίτι.

Η απάντηση που δίνουμε άλλοτε μπορεί να είναι σκέτο ΝΑΙ ή ΟΧΙ κι άλλοτε μπορεί να συνοδεύεται από το ρήμα της πρότασης, π.χ.
οι απαντήσεις στο προηγούμενο παράδειγμα θα μπορούσαν να είναι:
ΝΑΙ θα έρθω // ΟΧΙ δε θα έρθω // ΟΧΙ δε θα έρθω, θα μείνω στο σπίτι

Ακόμη, όταν μιλάμε με νεύρα, μπορούμε να κάνουμε μια διμελή ερώτηση, περιλαμβάνοντας και τις απαντήσεις του ΝΑΙ ή ΟΧΙ, π.χ.
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20Nea/neura.jpg  Θα έρθεις τελικά μαζί μας, ναι ή όχι.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ενδοιαστικές προτάσεις

 
Ενδοιαστικές λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους διστακτικούς συνδέσμους μη (να μη), μήπως και εκφράζουν κάποιο φόβο, δισταγμό (ενδοιασμό) για κάτι δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί.
Εξαρτώνται:
1ον από ρήματα:
α. που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία, π.χ. φοβάμαι, ανησυχώ, τρέμω, τρομάζω, αγωνιώ κ.ά.
• Φοβάμαι μήπως πάθεις κάτι.
β. που εκφράζουν υποψία ή προφύλαξη, π.χ. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, προσέχω, προφυλάγομαι κ.ά.
• Προφυλάξου από το κρύο μην αρρωστήσεις.
2ον απρόσωπα ρήματα ή περιφράσεις συγγενικής σημασίας με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. τρομάζει, αγχώνει, με πιάνει φόβος, έχω την αγωνία, έχω την υποψία κ.ά.
• Τη νύχτα ξυπνώ έχοντας την αγωνία μήπως έπαθε κάτι το παιδί.
3ον ουσιαστικά συγγενικής σημασίας με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. φόβος, αγωνία, υποψία, τρόμος, άγχος κ.ά.
• Ξύπνησε από το φόβο, μην του κλέψουν το αμάξι.
4ον αντωνυμίες, συνήθως δεικτικές ή αόριστες σε ουδέτερο γένος, αυτό, εκείνο, ένα, κάτι κ.ά.
• Αυτό με τρομάζει, μήπως κτυπήσει έτσι που τρέχει σαν τρελός.
χρησιμοποιούνται ως:
α. αντικείμενο, π.χ.
• Ανησυχώ μήπως δεν έρθει σήμερα το πλοίο.
β. επεξήγηση, π.χ.
• Ένα με ανησυχεί, μήπως τον πιάσουν άδικα.
γ. υποκείμενο (σπάνια), π.χ.
• Με ανησυχεί πολύ μήπως δεν προλάβει το τελευταίο τρένο.