1ον από ρήματα:
α. που εκφράζουν φόβο ή ανησυχία,
π.χ. φοβάμαι, ανησυχώ, τρέμω, τρομάζω, αγωνιώ κ.ά.
• Φοβάμαι μήπως πάθεις
κάτι.
β. που εκφράζουν υποψία ή προφύλαξη,
π.χ. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, προσέχω, προφυλάγομαι κ.ά.
• Προφυλάξου από το κρύο μην αρρωστήσεις.
2ον απρόσωπα ρήματα ή περιφράσεις
συγγενικής σημασίας με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. τρομάζει,
αγχώνει, με πιάνει φόβος, έχω την αγωνία, έχω την υποψία κ.ά.
• Τη νύχτα ξυπνώ έχοντας την αγωνία μήπως έπαθε κάτι το παιδί.
3ον ουσιαστικά συγγενικής σημασίας
με τα παραπάνω ρήματα, π.χ. φόβος, αγωνία, υποψία, τρόμος, άγχος κ.ά.
• Ξύπνησε από το φόβο, μην
του κλέψουν το αμάξι.
4ον αντωνυμίες, συνήθως δεικτικές ή αόριστες
σε ουδέτερο γένος, αυτό, εκείνο, ένα, κάτι κ.ά.
• Αυτό με τρομάζει, μήπως
κτυπήσει έτσι που τρέχει σαν τρελός.
|
α. αντικείμενο, π.χ.
• Ανησυχώ μήπως δεν
έρθει σήμερα το πλοίο.
β. επεξήγηση, π.χ.
• Ένα με ανησυχεί, μήπως
τον πιάσουν άδικα.
γ. υποκείμενο (σπάνια), π.χ.
• Με ανησυχεί πολύ μήπως
δεν προλάβει το τελευταίο τρένο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου